- ἀποπροαιρέω
- ἀπο - προ - αιρέω, aor. 2 part. ἀποπροελών: take away from; τινός, Od. 17.457†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀποπροελών — ἀποπροαιρέω take away from aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)